αναρροφητήρας

αναρροφητήρας
ο
συσκευή αναρρόφησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναρροφώ + (κατάλ.) -τήρας*. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sucker. Ο ελληνικός όρος αναρροφητήρ πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον αξιωματικό του πυροβολικού Γρηγόριο Χαντσερή το 1847].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναρροφητήρας — αναρροφητήρας, ο και αναρροφητής, ο όργανο παραγωγής ρεύματος αέρα με αναρρόφηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… …   Dictionary of Greek

  • πισίνα — Μικρή τεχνητή λίμνη, κατάλληλη για λουτρά και για αγώνες κολύμβησης και κατάδυσης. Ο όρος προέρχεται από τις μεγάλες στέρνες που κατασκεύαζαν οι Ρωμαίοι πατρίκιοι στις βίλες τους, όπου διατηρούσαν ψάρια (pesce = ψάρι)· πισίνες ονόμαζαν επίσης τις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”