- αναρροφητήρας
- οσυσκευή αναρρόφησης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναρροφώ + (κατάλ.) -τήρας*. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sucker. Ο ελληνικός όρος αναρροφητήρ πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον αξιωματικό του πυροβολικού Γρηγόριο Χαντσερή το 1847].
Dictionary of Greek. 2013.